ἀπόλεμος — unwarlike masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόλεμος — η, ο (AM ἀπόλεμος, ον) όποιος δεν έχει γνωρίσει τον πόλεμο, δεν έχει πολεμήσει νεοελλ. ακατάλληλος για πόλεμο αρχ. 1. ειρηνόφιλος 2. αήττητος, ακαταμάχητος … Dictionary of Greek
απόλεμος — η, ο ειρηνικός, άμαχος, άσχετος με τον πόλεμο: Ζήτησε να του δώσουν όπλο να πολεμήσει· δεν ήθελε να τον θεωρούν απόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπολεμώτερον — ἀπόλεμος unwarlike masc acc comp sg ἀπόλεμος unwarlike neut nom/voc/acc comp sg ἀπόλεμος unwarlike adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολέμως — ἀπόλεμος unwarlike adverbial ἀπόλεμος unwarlike masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπτόλεμον — ἀπόλεμος unwarlike masc/fem acc sg (epic) ἀπόλεμος unwarlike neut nom/voc/acc sg (epic) ἀπτόλεμος unwarlike masc/fem acc sg ἀπτόλεμος unwarlike neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόλεμον — ἀπόλεμος unwarlike masc/fem acc sg ἀπόλεμος unwarlike neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολεμωτάτους — ἀπόλεμος unwarlike masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολεμώτατοι — ἀπόλεμος unwarlike masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολεμώτεροι — ἀπόλεμος unwarlike masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολέμοις — ἀπόλεμος unwarlike masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)